αδελφοκόριτσο

αδελφοκόριτσο
και αδερφοκόριτσο, το
1. κόρη αδελφού ή αδελφής, πρώτη εξαδέλφη
2. η αδελφή σε αντιδιαστολή με τους άρρενες αδελφούς της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”